- τροχαϊσμός
- τροχαϊσμός, ὁ,A trochaic metre, Eust.1647.26.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τροχαϊσμός — ὁ, Μ τροχαϊκό μέτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχαῖος + κατάλ. ισμός*, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *τροχαΐζω] … Dictionary of Greek
τροχαισμόν — τροχαισμός trochaic metre masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)